Τιγκρέ

Τιγκρέ
οι, Ν
1. εθνολ. πληθυσμός τών αιθιοπικών κεντρικών υψιπέδων που μαζί με τους Αμχάρα συνθέτουν πάνω από το ένα τέταρτο τού πληθυσμού τής Αιθιοπίας και ήταν παγκόσμια γνωστοί για αιώνες ως Αβησσυνοί
2. φρ. «γλώσσα Τιγκρέ» — σημιτική γλώσσα η οποία ομιλείται από τους λαούς τού βόρειου Τιγκράι τών ανατολικών και δυτικών βαθυπέδων τής Ερυθραίας στην Αιθιοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • Αβησσυνοί — Λαός της Αιθιοπίας, που προήλθε από επιμιξία σημιτικών φύλων και νέγρων. Οι Α. (Τιγκρέ, Αμχάροι και Σόα) έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους λευκούς, μόνο που έχουν κατσαρές τρίχες (ουλότριχες) και το χρώμα του δέρματός τους είναι μελαμψό.… …   Dictionary of Greek

  • τιγκρίνια — και τιγκράι, η, Ν σημιτική γλώσσα τής πολιτιστικής ομάδας τών νότιων Τιγκρέ η οποία προέρχεται από την γκίεζ, την αρχαία γλώσσα τής Αιθιοπίας και έχει στενές σχέσεις με τη γλώσσα Τιγκρέ …   Dictionary of Greek

  • Άδουα — (Adwa).Πόλη (31.000 κάτ. το 2002) της βόρειας Αιθιοπίας στην επαρχία Τιγκρέ, χτισμένη σε οροπέδιο ύψους 1.900 μ. 125 χλμ. Ν της Ασμάρα. Είναι ονομαστή γιατί στα περίχωρά της δόθηκε την 1η Μαρτίου 1896 η αποφασιστική μάχη του πρώτου ιταλικού… …   Dictionary of Greek

  • Άντουα — (Adwa ή Adowa). Πόλη (30.500 κάτ. το 2002) της Αιθιοπίας και ιστορική πρωτεύουσα της περιοχής Τιγκρέ. Αποτελούσε κάποτε σημαντικό εμπορικό κέντρο με πολλές βιοτεχνικές επιχειρήσεις. Το 1896, στα περίχωρα της πόλης, οι Αιθίοπες νίκησαν τα ιταλικά… …   Dictionary of Greek

  • Αξώμη ή Αξούμ — (Aksum).Πόλη (34.300 κάτ. το 2002) της βόρειας Αιθιοπίας, στην επαρχία Τιγκρέ, σε υψόμετρο 2.125 μ., 15 χλμ. ΝΔ της πόλης Άντουα. Είναι σημαντικό κέντρο διάθεσης γεωργικών προϊόντων (δημητριακά, καφές κ.ά.), με αξιόλογες βιοτεχνίες υφαντών,… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”